- αποσταγμένος
- η , ο дистиллированный;
αποσταγμένο νερό — дистиллированная вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσταγμένο νερό — дистиллированная вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστάζω — αποστάζω, απόσταξα και απέσταξα, αποσταγμένος και απεσταγμένος βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: αποστάζω : σπάνια χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή (αποστάζομαι, βλ. πίν. 24 ). Η μτχ. αποσταγμένος / απεσταγμένος και ως επίθετο … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] … Dictionary of Greek
απεσταγμένος — κ. αποσταγμένος, η, ο βλ. αποστάζω … Dictionary of Greek